3D Visualisation
ΜΈΣΩ ΤΟΥ ΦΩΤΟΡΕΑΛΙΣΜΟΎ, ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΈΧΟΥΝ ΤΗ ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ ΝΑ ΑΛΛΗΛΟΕΠΙΔΡΟΎΝ ΠΙΟ ΕΝΕΡΓΆ ΜΕ ΤΟ ΣΧΈΔΙΟ, ΕΝΏ ΔΙΕΥΚΟΛΎΝΕΤΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΛΎΣΕΩΝ!…
Η εύλογη αυτή ερώτηση αφορά όχι μόνο εμάς που εργαζόμαστε καθημερινά στην αρχιτεκτονική πράξη, αλλά και την κοινωνία μας συνολικά
Η Aρχιτεκτονική, όπως κάθε άλλη τέχνη, έχει την δική της ιστορία που (αν και δύσκολα πλέον γίνεται αντιληπτή από το πλατύ κοινό) είναι το κλειδί ανάγνωσης και κατανόησής της.
Οι διάφοροιισμοί, που από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας κυριάρχησαν (μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός, νεομοντερνισμός, κ.λπ.) για μία περίοδο, ανατράπηκαν σε μία άλλη για να ξανακυριαρχήσουν μεταλλαγμένοι στην επόμενη, σηματοδοτούν μία αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να εναρμονίσει την ύπαρξή του με τα δεδομένα που του δίνει η εποχή του.
Μοιραία, λοιπόν, οι τεχνικές κατακτήσεις της κάθε εποχής ανοίγουν έναν νέο ορίζοντα για τον άνθρωπο που καλείται να εναρμονιστεί και να ωφεληθεί από αυτές.
Το οπλισμένο σκυρόδεμα, το ατσάλι, το γυαλί με τις δυνατότητες που παρέχουν, τροφοδότησαν εδώ και πολλά πλέον χρόνια τον μύθο της νεωτερικότητας ενάντια στον ακαδημαϊσμό της πέτρας.
Μόνο που έγιναν με την σειρά τους (μετά από ευρεία χρήση δεκάδων ετών) «παραδοσιακά» και πλέον συζητάμε για «παραδοσιακούς» τρόπους κατασκευής από οπλισμένο σκυρόδεμα!
Με την σειρά τους όχι μόνο το υλικό κατασκευής αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας Aρχιτεκτονικής πράξης (open plan, μεγάλα γραμμικά ανοίγματα, γωνιακά ανοίγματα, πρόβολοι σε εξοχή, κατάργηση ορίων εσωτερικού εξωτερικού χώρου κ.λπ.) δεν κινούν πλέον κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εδώ έρχεται επίκουρος η επιλεκτική χρήση ρευμάτων Aρχιτεκτονικής (όπως ο οργανικός εξπρεσιονισμός, τύπου Zaha Hadid), που δίνουν την επιθυμητή «διαφορετικότητα» που ζητάει η παγκοσμιοποιημένη αγορά για εμπορικούς (Ωιμέ!) λόγους.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πω ότι δυστυχώς και η Aρχιτεκτονική (ειδικά στην Ελλάδα) δεν μπορεί να ξεφύγει από την κατηγορία του κοινωνικού status-symbol και ότι ελκύει την προσοχή του κοινού με την επιδερμίδα της και όχι με την ουσία της.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πω ότι δυστυχώς και η Aρχιτεκτονική (ειδικά στην Ελλάδα) δεν μπορεί να ξεφύγει από την κατηγορία του κοινωνικού status-symbol και ότι ελκύει την προσοχή του κοινού με την επιδερμίδα της και όχι με την ουσία της.
Το φταίξιμο πρέπει να ισομοιρασθεί ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν έχει την κατάλληλη παιδεία για να αντισταθεί, και στους αρχιτέκτονες που έχουν χάσει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο μέσω της Aρχιτεκτονικής.
Βλέπουμε, λοιπόν, να κυριαρχεί ο εντυπωσιασμός, τα «insta-corners», ο γενικός μοντερνισμός μανιέρας, ο λουξουρο-μινιμαλισμός, η αδιαφορία για τον τόπο, η πληθώρα μιντιακών ζητωκραυγών του τύπου «εδώ η πιο εντυπωσιακή βίλα του κόσμου» κ.λπ. κ.λπ.
Απουσιάζει εκκωφαντικά οποιαδήποτε νηφάλια και ουδέτερη αρχιτεκτονική κριτική από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ βρίθουν οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα του εκάστοτε φορέα υλοποίησής τους.
Τις περισσότερες φορές ο αρχιτέκτονας καλείται να «στολίσει τον ελέφαντα» των μαξιμαλιστικών οικονομικών προθέσεων μιας παγκοσμοποιημένης αγοράς αλλά και της ανάγκης προβολής ενός νεόπλουτου «status symbol».
Τα σημεία αναφοράς αλιεύονται μέσα στον μιντιακό θορυβώδη χυλό, όπου όσο πιο πολύ κραυγαλέα, αντιοικονομικά και εν τέλει απαίδευτα είναι τα παραδείγματα Aρχιτεκτονικής που προβάλλονται, τόσο πιο πολύ θεωρούνται πετυχημένα.
Τα μέγα projects με την οπτική «Luna Park για πλούσιους» που έχουν, δεν βοηθούν καθόλου την ποιοτική Aρχιτεκτονική, όπως και η γενική, τεχνητή και απρόσωπη πολυπλοκότητα των χώρων αναμονής και πώλησης προϊόντων των εμπορικών Malls και των αεροδρομίων.
Η ζωή του σύγχρονου ανθρώπου είναι GLO-CAL (Global+Local), όμως η παγκοσμιοποιημένη αγορά τείνει να ελαχιστοποιεί το Local προς όφελος του Global με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η τοπική λαϊκή κουλτούρα φυλλοροεί και σταδιακά εξαφανίζεται μαζί με τον απλό λαϊκό μέσο άνθρωπο, που με το μεράκι του και την ωσμωτική επαφή του με τον τόπο και τις ρίζες του τροφοδοτούσε τον λαϊκό πολιτισμό μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του επίπλου, όπου κυριαρχεί ο γενικός και εμπορικός μοντερνισμός (τύπου ΙΚΕΑ και JYSK). Περιμένουμε ακόμα (και ίσως μάταια) ένα σύγχρονο εξοπλισμό με τοπικό πρόσημο που θα αντικαθιστούσε επάξια την λαϊκή ξύλινη με ψάθα καρέκλα των παραδοσιακών καφενείων μας.
Διότι αυτό είναι το ζητούμενο: Πώς θα φθάσουμε σε μία Aρχιτεκτονική που θα δώσει μία σύγχρονη τοπική απάντηση στην αέναη ανθρώπινη αναζήτηση της ευτυχίας μέσω «του κατοικείν»;
Για να το επιτύχουμε αυτό δεν υπάρχει κάποια μαγική συνταγή.
Υπάρχει, όμως, ο κοινός νους και η ορθή σκέψη που θα μας δώσουν την σωστή πράξη. Παραδείγματος χάρη πρέπει να αναρωτηθούμε τι θα αλλάζαμε σε ένα κτίριο, αν το κτίζαμε σε μια άλλη τοποθεσία, έστω παρόμοια.
Αν δεν αλλάζαμε τίποτα, τότε κάτι δεν θα είχαμε κάνει σωστά, γιατί η «αγκύρωση» με τον τόπο είναι πρωταρχική ανάγκη στην Aρχιτεκτονική.
Θέα, γραμμές τοπίου, κλίμα, άνεμος, χλωρίδα, ηλιασμός, φυσικά χρώματα, πρόσβαση, κλίση εδάφους κ.λπ., κ.λπ. είναι μερικά μόνο στοιχεία που «αγκυρώνουν» το έργο με τον τόπο και το καθιστούν μοναδικό.
Επίσης, το κτίριο ορίζει «DE FACTO» και τις γειτονικές ελεύθερες περιοχές, που με την χρήση που τους κάνουμε (kitchen garden, παραγωγικές καλλιέργειες, κήπος με μυρωδικά & καλλωπιστικά φυτά, μεγάλα δένδρα με την σκίαση που προσφέρουν, μεσαία παραγωγικά δένδρα, όπως πορτοκαλιές, λεμονιές, ροδιές κ.λπ.) εξειδικεύουμε την ανθρώπινη εγκατάσταση στον τόπο και της δίνουμε ταυτότητα, (π.χ. μεσογειακή, εδώ στην Κρήτη).
Αν ήμασταν συνεπείς σε αυτήν την σκέψη, τότε ξαφνικά θα καταλαβαίναμε ότι είναι διαφορετική μια βίλα στην βόρεια Ελλάδα, π.χ. από μία βίλα στις Κυκλάδες ή στην Κρήτη.
Θα λαμβάναμε υπόψη την συχνή π.χ. χιονόπτωση της Βόρειας Ελλάδας, που θα οδηγούσε σε άλλου είδους δώμα (κεκλιμένο) από αυτό των Κυκλάδων, για να σταθούμε μόνο σε κάτι πολύ αυτονόητο. Τέτοια θέματα τα αντιμετώπισε η παραδοσιακή Aρχιτεκτονική με μεγάλη επιτυχία. Γιατί, λοιπόν, η σύγχρονη να τα αγνοεί; Αντίθετα, βλέπουμε παντού στην Ελλάδα τα ίδια μοντερνίστικα κλισέ, ενώ η προσοχή στον τόπο θα εμπλούτιζε και θα πριμοδοτούσε την σύγχρονη Aρχιτεκτονική, οποιοδήποτε – ισμό και αν προτιμούσαμε.
Η δικαιολογία ότι οι σύγχρονες κατασκευαστικές μέθοδοι ξεπερνούν κάθε δυσκολία δεν είναι πια αρκετή, διότι αφήνει έξω από την συζήτηση το θέμα του κόστους, που δεν είναι αμελητέο στις μέρες μας.
Κλείνω, λέγοντας ότι η Aρχιτεκτονική είναι μία μεγάλη τέχνη που ανυψώνει τον άνθρωπο.
Όσο περισσότερο χώρο της δώσουμε στην κοινωνία μας τόσο περισσότερο θα ωφεληθούμε.
Και αυτό το όφελος δεν πρέπει να είναι μόνο για λίγους…